- πηγνύω
- πήγνυμιAër.pres subj act 1st sgπήγνυμιAër.pres subj act 1st sgπήγνυμιAër.pres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
Ставропигиальные монастыри — так называются русские монастыри, бывшие некогда под непосредственным управлением самих патриархов и доселе пользующиеся многими правами давних времен. Название ставропигиальный греческое по происхождению (от слов σταυρος крест и πήγνυμι или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ставропигийский институт — Ставропигийский институт галицко русское культурно образовательное учреждение в Галиции (единственное до середины XIX века), созданное в 1788 на базе Львовского Успенского братства декретом императора Иосифа ІІ. Название ставропигиальный… … Википедия
PEGASUS — I. PEGASUS Iurisconsultus, qui sub Verspasiano Urbi praefectus fuit. Pomp. l. 2. Sect. ult. D. de Orginine Iuris: Cassio Caelius Sabinus successit, Proculo Pegasus, qui temporibus Vespasinani Praefectus Urbis fuit. Iuvenal. Sat. 4. v. 77. Raptâ… … Hofmann J. Lexicon universale
πήγνυμι — ΜΑ βλ. πηγνύω … Dictionary of Greek
προπήγνυμι — και προπηγνύω Α 1. (μτβ.) μπήγω κάτι εμπρός ή μπήγω κάτι προηγουμένως 2. (αμτβ.) πήζω προηγουμένως («προπεπηγὸς δάκρυον», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πήγνυμι / πηγνύω «στερεώνω»] … Dictionary of Greek
ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… … Dictionary of Greek
ρώννυμι — και ῥωννύω ΜΑ 1. παρέχω δύναμη, ισχύ, δυναμώνω, ενισχύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐρρωμένος, η, ον ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης αρχ. 1. έχω καλή υγεία, υγιαίνω 2. (το β εν. και το β πληθ. πρόσ. προστ. μέσ. παρακμ.) ἔρρωσο και ἔρρωσθε… … Dictionary of Greek
συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… … Dictionary of Greek
υπερπήγνυμαι — Α [πήγνυμι / πηγνύω] 1. στερεώνομαι πάνω από κάτι 2. γίνομαι υπερβολικά συμπαγής … Dictionary of Greek